περιβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periviazomai
|Transliteration C=periviazomai
|Beta Code=peribia/zomai
|Beta Code=peribia/zomai
|Definition=[[use great force]], <span class="bibl">Aesop.103</span>: c. acc., [[do violence to]], τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
|Definition=[[use great force]], Aesop.103: c. acc., [[do violence to]], τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβῐάζομαι Medium diacritics: περιβιάζομαι Low diacritics: περιβιάζομαι Capitals: ΠΕΡΙΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: peribiázomai Transliteration B: peribiazomai Transliteration C: periviazomai Beta Code: peribia/zomai

English (LSJ)

use great force, Aesop.103: c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.

French (Bailly abrégé)

déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.

Greek Monolingual

Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].