καλπάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalpazo
|Transliteration C=kalpazo
|Beta Code=kalpa/zw
|Beta Code=kalpa/zw
|Definition=([[κάλπη]] A) [[trot]], of a horse, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>145</span> A, Aq.<span class="title">Je.</span>8.6, Suid.
|Definition=([[κάλπη]] A) [[trot]], of a horse, A.''Fr.''145 A, Aq.''Je.''8.6, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπάζω Medium diacritics: καλπάζω Low diacritics: καλπάζω Capitals: ΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: kalpázō Transliteration B: kalpazō Transliteration C: kalpazo Beta Code: kalpa/zw

English (LSJ)

(κάλπη A) trot, of a horse, A.Fr.145 A, Aq.Je.8.6, Suid.

German (Pape)

[Seite 1314] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. παρακαλπάζω.

French (Bailly abrégé)

aller au trot.
Étymologie: κάλπη.

Greek (Liddell-Scott)

καλπάζω: (κάλπη) ἐπὶ ἵππου, τρέχω σκιρτῶν, τρέχω πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.

Greek Monolingual

καλπάζω) κάλπη (II)]
(για άλογο) τρέχω με καλπασμό
νεοελλ.
1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει
2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση)
οξεία μορφή πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται γρήγορα προς τον θάνατο)
4. φρ. «καλπάζουσα φαντασία» — μεγάλη φαντασία.