μιξοπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miksoparthenos
|Transliteration C=miksoparthenos
|Beta Code=micopa/rqenos
|Beta Code=micopa/rqenos
|Definition=ον, [[half-maiden]], of Echidna, <span class="bibl">Hdt.4.9</span>; of the Sphinx, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1023</span>.
|Definition=μιξοπάρθενον, [[half-maiden]], of [[Echidna]], [[Herodotus|Hdt.]]4.9; of the Sphinx, E.''Ph.''1023.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μειξοπάρθενος]], -η, -ο (Α [[μιξοπάρθενος]] και [[μειξοπάρθενος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενη</i><br />η [[μιξοπαρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για την [[έχιδνα]] και για τη [[Σφίγγα]]) αυτή που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[παρθένος]] ή που έχει τη [[μορφή]] παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]] ([[πρβλ]]. <i>ψευδο</i>-<i>πάρθενος</i>)].
|mltxt=και [[μειξοπάρθενος]], -η, -ο (Α [[μιξοπάρθενος]] και [[μειξοπάρθενος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενη</i><br />η [[μιξοπαρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για την [[έχιδνα]] και για τη [[Σφίγγα]]) αυτή που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[παρθένος]] ή που έχει τη [[μορφή]] παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]] ([[πρβλ]]. [[ψευδοπάρθενος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 13:52, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοπάρθενος Medium diacritics: μιξοπάρθενος Low diacritics: μιξοπάρθενος Capitals: ΜΙΞΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: mixopárthenos Transliteration B: mixoparthenos Transliteration C: miksoparthenos Beta Code: micopa/rqenos

English (LSJ)

μιξοπάρθενον, half-maiden, of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.Ph.1023.

German (Pape)

[Seite 189] halb Jungfrau, mit Jungfrauengestalt gemischt; von der Sphinx, Eur. Phoen. 1030; Her. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à moitié une jeune fille.
Étymologie: μίγνυμι, παρθένος.

Russian (Dvoretsky)

μιξοπάρθενος: наполовину похожая на деву (ἔχιδνα Her.; Σφίγξ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μιξοπάρθενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἐχίδνης, Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1023.

Greek Monolingual

και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + παρθένος (πρβλ. ψευδοπάρθενος)].

Greek Monotonic

μιξοπάρθενος: -ον, σχεδόν παρθένα, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

μιξο-πάρθενος, ον
half-woman, Hdt., Eur.