μονόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια [[μονόπεπλος]] λιποῦσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), [[πρβλ]]. <i>χρυσό</i>-<i>πεπλος</i>].
|mltxt=[[μονόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια [[μονόπεπλος]] λιποῦσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), [[πρβλ]]. [[χρυσόπεπλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπεπλος Medium diacritics: μονόπεπλος Low diacritics: μονόπεπλος Capitals: ΜΟΝΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: monópeplos Transliteration B: monopeplos Transliteration C: monopeplos Beta Code: mono/peplos

English (LSJ)

ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E. Hec. 933 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu seulement d'un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.

Russian (Dvoretsky)

μονόπεπλος: одетый в один лишь пеплос (Δωρὶς ὡς κόρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.

Greek Monolingual

μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῦσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσόπεπλος].

Greek Monotonic

μονόπεπλος: -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-πεπλος, ον
wearing the tunic only, Eur.