νυκτερωπός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nykteropos
|Transliteration C=nykteropos
|Beta Code=nukterwpo/s
|Beta Code=nukterwpo/s
|Definition=όν, (ὤψ) [[appearing by night]], δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>112</span> (lyr.), cf. Plu.2.1066c.
|Definition=νυκτερωπόν, ([[ὤψ]]) [[appearing by night]], δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.''HF''112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερωπός Medium diacritics: νυκτερωπός Low diacritics: νυκτερωπός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: nykterōpós Transliteration B: nykterōpos Transliteration C: nykteropos Beta Code: nukterwpo/s

English (LSJ)

νυκτερωπόν, (ὤψ) appearing by night, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
sombre.
Étymologie: νύκτερος, ὤψ.

German (Pape)

nachtäugig, bei Nacht erscheinend, finster, dunkel; δόκημα νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, Eur. Herc.Fur. 111, wie Plut. adv. Stoic. 15. Vgl. νυκτωπός.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερωπός: являющийся ночью, ночной (δόκημα ὀνείρων Eur.; ирон. δόκημα σοφιστῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.

Greek Monolingual

νυκτερωπός, -όν (Α) νύκτερος
1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας
2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός.

Greek Monotonic

νυκτερωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτερ-ωπός, όν [ὤψ]
appearing by night, Eur.