οἰκωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikofelis
|Transliteration C=oikofelis
|Beta Code=oi)kwfelh/s
|Beta Code=oi)kwfelh/s
|Definition=ές, [[beneficial to the house]], only in Adv. -λῶς <span class="bibl">D.C.56.7</span>.
|Definition=οἰκωφελές, [[beneficial to the house]], only in Adv. [[οἰκωφελῶς]] D.C.56.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>)].
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> [[δημωφελής]], [[ψυχωφελής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελής Medium diacritics: οἰκωφελής Low diacritics: οικωφελής Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oikōphelḗs Transliteration B: oikōphelēs Transliteration C: oikofelis Beta Code: oi)kwfelh/s

English (LSJ)

οἰκωφελές, beneficial to the house, only in Adv. οἰκωφελῶς D.C.56.7.

German (Pape)

[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκωφελής: полезный для дома, тж. способствующий процветанию хозяйства, домовитый (γυνή Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.

Greek Monolingual

οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημωφελής, ψυχωφελής)].

Greek Monotonic

οἰκωφελής: -ές (ὀφέλλω), επικερδής, ωφέλιμος για το σπίτι, γυνὴ οἰκωφελής, σύζυγος της οποίας η σύνεση κάνει το σπίτι να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

οἰκ-ωφελής, ές ὀφέλλω
profitable to a house, γυνὴ οἰκ. a wife whose prudence makes the house thrive, Theocr.