στεάτινος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steatinos
|Transliteration C=steatinos
|Beta Code=stea/tinos
|Beta Code=stea/tinos
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], η, ον,</b> (στέαρ ''ΙΙ'') = [[σταίτινος]], <span class="bibl">Aesop.58</span>:—also στεατ-ίτης [ῑ] (''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]]), ὁ, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πίονες]].
|Definition=[ᾱ], η, ον, (στέαρ ''ΙΙ'') = [[σταίτινος]], Aesop.58:—also [[στεατίτης]] [ῑ] (''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]]), ὁ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[πίονες]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεάτῐνος Medium diacritics: στεάτινος Low diacritics: στεάτινος Capitals: ΣΤΕΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: steátinos Transliteration B: steatinos Transliteration C: steatinos Beta Code: stea/tinos

English (LSJ)

[ᾱ], η, ον, (στέαρ ΙΙ) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.

German (Pape)

[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.

Russian (Dvoretsky)

στεάτῐνος: Aesop. = σταίτινος.

Greek (Liddell-Scott)

στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο / στεάτινος, -ίνη, -ον, ΝΑ στέαρ, -ατος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ
αρχ.
(για άρτο) σταίτινος.