συνεοχμός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneochmos | |Transliteration C=syneochmos | ||
|Beta Code=suneoxmo/s | |Beta Code=suneoxmo/s | ||
|Definition=ὁ, poet. for [[ | |Definition=ὁ, ''poet.'' for [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], [[joining]], [[joint]], κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, poet. for συνοχμός, = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεοχμός -οῦ, ὁ [~ συνοχμός] (punt van) verbinding:. κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ op het punt waar hoofd en nek samenkomen Il. 14.465.
German (Pape)
ὁ, poet. statt συνοχμός, = συνοχή, Zusammenhang, Verbindung; κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, Il. 14.465.
Russian (Dvoretsky)
συνεοχμός: ὁ место соединения, стык (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.
English (Autenrieth)
(root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.
Greek Monotonic
συνεοχμός: ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = συνοχή, συνάφεια, συναρμογή, συνάρθρωση, σύνδεση, σύνδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: juncture, joint only ἐν συνεοχμῳ̃ (Ξ 465, verse-end).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *συνοχμός for metrical reasons after word-pairs like ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή. Frisk Eranos 38, 41 f. (= Kl. Schr. 329 f.) w. lit. and critisism of older views.
Middle Liddell
συν-εοχμός, οῦ, ὁ, [poetic for συνοχμός, = συνοχή
a joining, joint, Il.