δυσκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyskatastatos
|Transliteration C=dyskatastatos
|Beta Code=duskata/statos
|Beta Code=duskata/statos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to restore</b> or <b class="b2">rally</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.43</span> (Comp.).</span>
|Definition=δυσκατάστατον, [[hard to restore]] or [[rally]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.43 (Comp.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de arreglar]], [[de mal arreglo]] τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.43.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de establecer]], [[de comprender]] ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.<i>in Phdr</i>.132.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à apaiser]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[καθίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάστατος:''' [[трудно приводимый в порядок]], [[с трудом успокаиваемый]] (τὸ ταραχθῆναι Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατάστᾰτος, ον [[καθίστημι]]<br />[[hard]] to [[restore]] or [[rally]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάστᾰτος Medium diacritics: δυσκατάστατος Low diacritics: δυσκατάστατος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: dyskatástatos Transliteration B: dyskatastatos Transliteration C: dyskatastatos Beta Code: duskata/statos

English (LSJ)

δυσκατάστατον, hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.

German (Pape)

[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.

Greek Monolingual

δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.

Greek Monotonic

δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-κατάστᾰτος, ον καθίστημι
hard to restore or rally, Xen.