ἁλιγενής: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aligenis | |Transliteration C=aligenis | ||
|Beta Code=a(ligenh/s | |Beta Code=a(ligenh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἁλιγενές, [[sea-born]], of Aphrodite, Plu.2.685f. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁλιγενές, sea-born, of Aphrodite, Plu.2.685f.
Spanish (DGE)
-ές nacido en el mar de Afrodita, Plu.2.685e, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 96] ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιγενής: рожденная морем (Ἀφροδίτη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιγενής: -ές, ὁ ἐκ θαλάσσης γεννηθείς, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Πλούτ. 2. 685 Ε.
Greek Monolingual
ἁλιγενής, -ὲς (Α)
(κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (ἅλς) + -γενὴς (< γένος < γίγνομαι)].