ὑπολογισμός: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypologismos | |Transliteration C=ypologismos | ||
|Beta Code=u(pologismo/s | |Beta Code=u(pologismo/s | ||
|Definition=ὁ, [[consideration]], [[reason]], [[taking into account]], | |Definition=ὁ, [[consideration]], [[reason]], [[taking into account]], Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); <b class="b3">πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον</b> became [[gradually]] [[demoralise|demoralized]], D.H.15.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, consideration, reason, taking into account, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.
German (Pape)
[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολογισμός: ὁ расчет, соображение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.
Greek Monolingual
ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμός («υπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).