βωμολοχικός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vomolochikos | |Transliteration C=vomolochikos | ||
|Beta Code=bwmoloxiko/s | |Beta Code=bwmoloxiko/s | ||
|Definition= | |Definition=βωμολοχική, βωμολοχικόν, [[inclined to ribaldry]], Luc.''Herm.''58, Gal.6.228, al. Adv. [[βωμολοχικῶς]] (Lat. -ice), Id.''Subf.Emp.'' 11. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
βωμολοχική, βωμολοχικόν, inclined to ribaldry, Luc.Herm.58, Gal.6.228, al. Adv. βωμολοχικῶς (Lat. -ice), Id.Subf.Emp. 11.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 burlesco, bufonesco βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματα Gal.6.228, ἐγκώμια Luc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
2 adv. -ῶς burlesca, bufonescamente μεμφόμενος β. Gal.Subf.Emp.11.
German (Pape)
[Seite 469] possenreißerisch, Luc. Hermot. 58.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de bouffon, de mauvais plaisant.
Étymologie: βωμολόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμολοχικός -όν βωμολόχος lolbroekerig, clownesk.
Russian (Dvoretsky)
βωμολοχικός: шутовской Luc.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολοχικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς φλυαρίαν, βωμολοχίαν, Λουκ. Ἑρμοτ. 58.
Greek Monolingual
βωμολοχικός, -ή, -όν (Α) βωμολόχος
αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία.
Greek Monotonic
βωμολοχικός: -ή, -όν, επιρρεπής στη βωμολοχία, σε Λουκ.