εὐμέλανος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmelanos | |Transliteration C=evmelanos | ||
|Beta Code=eu)me/lanos | |Beta Code=eu)me/lanos | ||
|Definition= | |Definition=εὐμέλανον, [[well-blackened]], [[inky]], βροχίς ''AP''6.295.4 (Phan.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐμέλανον, well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.
Russian (Dvoretsky)
εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.
Greek Monolingual
εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.
Greek Monotonic
εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.