διεχής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diechis | |Transliteration C=diechis | ||
|Beta Code=diexh/s | |Beta Code=diexh/s | ||
|Definition= | |Definition=διεχές, [[discontinuous]], opp. [[συνεχής]], Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.''in Euc.''p.119 F. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
διεχές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.
Spanish (DGE)
-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
•subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.
German (Pape)
ές, auseinander gehalten, getrennt, Gegensatz συνεχής, Plut. Consol. Apoll. p. 353.
Russian (Dvoretsky)
διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.
Greek (Liddell-Scott)
διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.
Greek Monolingual
διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].