ἱππιοχαίτης: Difference between revisions
From LSJ
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippiochaitis | |Transliteration C=ippiochaitis | ||
|Beta Code=i(ppioxai/ths | |Beta Code=i(ppioxai/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἱππιοχαίτου, ὁ, [[shaggy with horsehair]], λόφος Il.6.469. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱππιοχαίτου, ὁ, shaggy with horsehair, λόφος Il.6.469.
German (Pape)
[Seite 1259] λόφος, mit einem Roßhaarbusch, Il. 6, 569.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fait d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππιος, χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
ἱππιοχαίτης: ου adj. украшенный конской гривой (λόφος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν, λόφον ἱππιοχαίτην Ἰλ. Ζ. 469.
English (Autenrieth)
(χαίτη): of horsehair; λόφος, Il. 6.469†.
Greek Monolingual
ἱππιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος +-χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεοχαίτης, φυκιοχαίτης].
Greek Monotonic
ἱππιοχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), δασύς, τριχωτός, αποτελούμενος από τρίχες αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.