οὐλόθριξ: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oulothriks
|Transliteration C=oulothriks
|Beta Code=ou)lo/qric
|Beta Code=ou)lo/qric
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, ([[οὖλος]] B) [[with]] [[crisp]], [[curly]] [[hair]], like [[negro]]es, opp. [[εὐθύθριξ]], <span class="bibl">Hdt.2.104</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>782b18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>963b10</span>, <span class="bibl">Str.2.2.3</span>:</span> [[οὐλότριχος]], ον (censured by Phot.) occurs in <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>629b34</span> (in Comp.), and is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="title">Gp.</span>16.1.9 (Posit.).
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, ([[οὖλος]] B) [[with]] [[crisp]], [[curly]] [[hair]], like [[negro]]es, opp. [[εὐθύθριξ]], [[Herodotus|Hdt.]]2.104, Arist.''GA''782b18, ''Pr.''963b10, Str.2.2.3: [[οὐλότριχος]], ον (censured by Phot.) occurs in [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''629b34 (in Comp.), and is [[varia lectio|v.l.]] in ''Gp.''16.1.9 (Posit.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσόθριξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 21:56, 24 November 2023

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος B) with crisp, curly hair, like negroes, opp. εὐθύθριξ, Hdt.2.104, Arist.GA782b18, Pr.963b10, Str.2.2.3: οὐλότριχος, ον (censured by Phot.) occurs in Arist.HA629b34 (in Comp.), and is v.l. in Gp.16.1.9 (Posit.).

German (Pape)

[Seite 412] τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux bouclés, crépus.
Étymologie: οὖλος², θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

οὐλόθριξ: τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλας, «σγουρὰς» τρίχας ὡς οἱ μαῦροι, ἀντίθετ. τῷ εὐθύθριξ, Ἡρόδ. 2. 104, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 16, Προβλ. 33. 18, Στράβ. 96. Ὁ τύπος οὐλότριχος, ον, (ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ τοῦ Φωτ.) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 7, Γεωπ. 10. 1, 9.

Greek Monolingual

ο, η και ουλότριχος, -η, -ο (ΑΜ οὐλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, -ον)
αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, είναι ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσόθριξ)].

Greek Monotonic

οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ (οὖλος Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

οὐλό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, [οὖλος2]
with curly hair, Hdt.