λάτρις: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latris
|Transliteration C=latris
|Beta Code=la/tris
|Beta Code=la/tris
|Definition=ιος, ὁ and ἡ, [[hired servant]], and in fem. [[handmaid]], <span class="bibl">Thgn.302</span>, <span class="bibl">486</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>70</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>639</span>, <span class="title">Supp.Epigr.</span> 1.405<span class="hiitalic">B</span>1 (Samos, iii A.D.); Ἑρμῆν… δαιμόνων λάτριν <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>4</span>; <b class="b3">ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν ὃς</b>… [Simon.] <span class="bibl">179.9</span>; of [[slaves]], <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>868</span> (troch.): fem., <span class="bibl">Id.<span class="title">Hec.</span>609</span>; <b class="b3">ἡ θεῶν λ</b>. [[handmaid]] of the gods, <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>823</span>; <b class="b3">τὴν Ἀπόλλωνος λ</b>., of Cassandra, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>450</span> (troch.), cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>91</span>: metaph., <b class="b3">μίτου πολυδινέα λ</b>., of the spindle, <span class="title">AP</span>6.39 (Arch.); <b class="b3">Φοίβου λ</b>., of the raven, ib.9.272 (Bianor).
|Definition=ιος, ὁ and ἡ, [[hired servant]], and in fem. [[handmaid]], Thgn.302, 486, S.''Tr.''70, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''639, ''Supp.Epigr.'' 1.405B1 (Samos, iii A.D.); Ἑρμῆν… δαιμόνων λάτριν [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''4; <b class="b3">ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν ὃς</b>… [Simon.] 179.9; of [[slaves]], E.''IA''868 (troch.): fem., Id.''Hec.''609; <b class="b3">ἡ θεῶν λ.</b> [[handmaid]] of the gods, Id.''HF''823; <b class="b3">τὴν Ἀπόλλωνος λ.</b>, of Cassandra, Id.''Tr.''450 (troch.), cf. Phld.''Piet.''91: metaph., <b class="b3">μίτου πολυδινέα λ.</b>, of the spindle, ''AP''6.39 (Arch.); <b class="b3">Φοίβου λ.</b>, of the raven, ib.9.272 (Bianor).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:27, 15 November 2024

English (LSJ)

ιος, ὁ and ἡ, hired servant, and in fem. handmaid, Thgn.302, 486, S.Tr.70, E.Supp.639, Supp.Epigr. 1.405B1 (Samos, iii A.D.); Ἑρμῆν… δαιμόνων λάτριν E.Ion4; ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν ὃς… [Simon.] 179.9; of slaves, E.IA868 (troch.): fem., Id.Hec.609; ἡ θεῶν λ. handmaid of the gods, Id.HF823; τὴν Ἀπόλλωνος λ., of Cassandra, Id.Tr.450 (troch.), cf. Phld.Piet.91: metaph., μίτου πολυδινέα λ., of the spindle, AP6.39 (Arch.); Φοίβου λ., of the raven, ib.9.272 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 18] ιος, ὁ, nach B. A. 1095 thessalisch für δοῦλος, vgl. Ath. VI, 264 c; der Diener für Sold, Arbeiter um Lohn, Taglöhner, λάτρισι καὶ δμωσίν, Theogn. 302. 486; übh. Diener, Διὸς λάτρις nennt sich Hermes, Eur. Ion 4, vgl. Suppl. 661, öfter, wie sp. D., z. B. Lycophr. 1420; Φοίβου λάτρις heißt der Rabe, Bian. 4 (IX, 272). – Auch ἡ λάτρις, die Dienerinn, Eur. Herc. f. 823; Rufin. 1 (V, 18).

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
serviteur, servante.
Étymologie: λάτρον.

Russian (Dvoretsky)

λάτρις: ιος ὁ и ἡ
1 слуга (служанка), раб (рабыня) (δωμάτων τινός Eur.);
2 посланник (посланница), вестник (вестница) (Ἐρμῆς δαιμόνων λ., ἡ θεῶν λ. Ἶρις Eur.);
3 жрец (жрица) (ἡ Ἀπόλλωνος λ., sc. Κασάνδρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λάτρις: -ιος, ὁ καὶ ἡ, μισθωτὸς ἐργάτης, ὑπηρέτης καὶ ἐν τῷ θηλ. τύπῳ, ὑπηρέτρια, θεράπαινα, Θέογν. 302, 486, Σοφ. Τρ. 70, Εὐρ. Ἱκέτ. 639· Ἑρμῆν... δαίμονα λάτριν ὁ αὐτ. Ἴων 4· ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν... ὅς... Σιμων. (;) 179· ὡσαύτως ἐπὶ δούλων, Εὐρ. Ι Α. 868, πρβλ. 858· ― τὸ θηλ., ὁ αὐτ. εἰς Ἑκ. 609· ἡ θεῶν λ., θεράπαινα, ὁ αὐτ. εἰς Ἡρ. Μαιν. 823 τὴν Ἀπόλλωνος λ., ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 450, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. λατρεία· ― μεταφ., σίτου πολυδινέα λ., ἐπὶ τοῦ ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 39· Φοίβου λ., ἐπὶ τοῦ κόρακος, αὐτόθι 9. 272· ― ἐν τῷ πληθ., λάτρεις Ἀθήν. 267C, καὶ «λάτριες· δοῦλοι» παρ’ Ἡσυχ. (Ἐντεῦθεν πιθ. τὰ Λατ. latro, latrocinari, Fest.).

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. λάτρης.
(II)
λάτρις, -ιος και -ιδος, ό, ἡ (AM)
1. μισθωτός εργάτης, υπηρέτης, θεράπων, δούλος («κακὸν λάτριν ἐφημέριον», Θέογν.)
2. φρ. «Φοίβου λάτρις» — ο κόρακας (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λάτρον και πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παράγωγό της].

Greek Monotonic

λάτρις: -ιος, ὁ και ἡ, μισθωτός εργάτης, υπηρέτης και στο θηλ. υπηρέτρια, σε Θέογν., Σοφ.

Middle Liddell

λάτρις, ιος
a workman for hire, hired servant, and in fem. a handmaid, Theogn., Soph. [from λάτρον

English (Woodhouse)

maid-servant