ὀπισθόπους: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthopous
|Transliteration C=opisthopous
|Beta Code=o)pisqo/pous
|Beta Code=o)pisqo/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[walking behind]], [[following]], [[attendant]], προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>54</span>, cf. <span class="bibl">1179</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>713</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ὑποστρέψας]], [[one who has returned]], Hsch.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, ὀπισθόπουν, τό, gen. ποδος,<br><span class="bld">A</span> [[walking behind]], [[following]], [[attendant]], προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. ''Hipp.''54, cf. 1179, A.''Ch.''713.<br><span class="bld">II</span> = [[ὑποστρέψας]], [[one who has returned]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόπους Medium diacritics: ὀπισθόπους Low diacritics: οπισθόπους Capitals: ΟΠΙΣΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: opisthópous Transliteration B: opisthopous Transliteration C: opisthopous Beta Code: o)pisqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὀπισθόπουν, τό, gen. ποδος,
A walking behind, following, attendant, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. Hipp.54, cf. 1179, A.Ch.713.
II = ὑποστρέψας, one who has returned, Hsch.

German (Pape)

[Seite 358] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος, Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., ὀπισθόπους τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.

French (Bailly abrégé)

ους, ους ; gén. ὀπισθόποδος,
qui va derrière, suivant, serviteur.
Étymologie: ὄπισθεν, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθόπους: ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ ὄπισθεν περιπατῶν, ἀκόλουθος, ὀπαδός, θεράπων, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος Εὐριπ. Ἱππ. 54, ἔνθα ἴδε Monk καὶ Valck. αὐτόθι 1177· οὕτως, Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. ἀελλόπος, Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν μετὰ Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)
1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].

Greek Monotonic

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει πίσω, που ακολουθεί, ακόλουθος, σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. Οἰδίπους), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀπισθό-πους,
walking behind, following, attendant, Eur.:—also ὀπίσθοπος, ( cf. Οἴδιποσ), Aesch.