ὑδροθήκη: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] ἡ, Wasserbehältniß, Ath. V, 208 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] ἡ, [[Wasserbehältniß]], Ath. V, 208 a.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδροθήκη''': ἡ, δεξαμενὴ ὕδατος, «στέρνα», Ἀθήν. 208Α.
|lstext='''ὑδροθήκη''': ἡ, δεξαμενὴ ὕδατος, «[[στέρνα]]», Ἀθήν. 208Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδροθήκη]], ΝΑ<br />[[δεξαμενή]] νερού, [[στέρνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> χονδρό [[περίδερμα]] τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη [[βάση]] τών υδράνθων και τα γονοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βιβλιο</i>-[[θήκη]]). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>hydrotheque</i>].
|mltxt=η / [[ὑδροθήκη]], ΝΑ<br />[[δεξαμενή]] νερού, [[στέρνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> χονδρό [[περίδερμα]] τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη [[βάση]] τών υδράνθων και τα γονοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] ([[πρβλ]]. [[βιβλιοθήκη]]). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>hydrotheque</i>].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 14:59, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροθήκη Medium diacritics: ὑδροθήκη Low diacritics: υδροθήκη Capitals: ΥΔΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hydrothḗkē Transliteration B: hydrothēkē Transliteration C: ydrothiki Beta Code: u(droqh/kh

English (LSJ)

ἡ, reservoir, cistern, Moschio ap.Ath.5.208a.

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Wasserbehältniß, Ath. V, 208 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροθήκη: ἡ, δεξαμενὴ ὕδατος, «στέρνα», Ἀθήν. 208Α.

Greek Monolingual

η / ὑδροθήκη, ΝΑ
δεξαμενή νερού, στέρνα
νεοελλ.
1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό
2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήκη). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].

Translations

cistern

Albanian: cisternë, hauz, bot; Arabic: صِهْرِيج‎, فِنْطَاس‎, حَوْض‎; Armenian: ցիստերն; Azerbaijani: sistern; Belarusian: цыстэрна, бак, рэзервуар, рэзэрвуар; Bulgarian: резервоар, цистерна; Burmese: ရေလှောင်ကန်; Catalan: cisterna; Chinese Mandarin: 水槽; Czech: cisterna; Dalmatian: cistierna; Danish: cisterne; Dutch: cisterne, waterreservoir, regenput, regenwaterput, regenbak, waterkelder; Esperanto: akvujo, cisterno; Estonian: tsistern; Finnish: vesisäiliö, sadevesisäiliö; French: citerne, cuve; Middle French: cisterne; Friulian: cistierne; Galician: canfurna, cisterna, alxube, alxibe; Georgian: ცისტერნა; German: Zisterne; Greek: δεξαμενή, στέρνα; Ancient Greek: ἀποδοχεῖον, δεξαμενή, ἐκδοχεῖον, ἔλυτρον, κολυμβήθρα, λάκκος, σκεπτούριον, συστάς, ὑδρεῖον, ὑδρίον, ὑδροδοχεῖον, ὑδροδόχος, ὑδροθήκη, ὑδροστάσιον, ὑδροχοεῖον, φρέαρ, φρεατία, ψυχαγώγιον; Hebrew: גֵּב‎; Hindi: टंकी, जलाशय, हौज़; Hungarian: ciszterna, víztároló; Ido: aquuyo; Indonesian: perigi; Irish: sistéal; Istriot: zustierna; Italian: cisterna; Japanese: 水槽, 貯水槽, タンク; Kazakh: шанаш, цистерна; Korean: 탱크, 수조(水槽); Kyrgyz: цистерна; Latin: cisterna, lacus; Latvian: cisterna; Lithuanian: cisterna; Macedonian: цистерна; Maori: kurawai; Middle English: cisterne; Ngazidja Comorian: isima; Norwegian Bokmål: sisterne, cisterne; Nynorsk: sisterne, cisterne; Persian: سیسترن‎, حوض‎; Polish: cysterna; Portuguese: cisterna; Romanian: cisternă; Russian: цистерна, бак, резервуар; Sardinian: chisterra, cisterra, gisterra; Scots: cistren; Scottish Gaelic: amar; Serbo-Croatian Cyrillic: цѝсте̄рна; Roman: cìstērna; Sicilian: jisterna, sterna; Slovak: cisterna, rezervoár; Slovene: cisterna; Spanish: aljibe, cisterna; Swedish: cistern; Tajik: систерн, ҳавз; Thai: ถังน้ำ, แท็งก์น้ำ, ถังเก็บน้ำ; Tibetan: ཆུ་སྒྲོམ; Tigrinya: ጋው; Turkish: sarnıç; Ukrainian: цистерна, бак, резервуар; Urdu: حَوضْ‎; Uzbek: sisterna; Welsh: seston, dyfrgist