μηχάνησις: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanisis
|Transliteration C=michanisis
|Beta Code=mhxa/nhsis
|Beta Code=mhxa/nhsis
|Definition=Dor. [[μαχάνασις|μᾱχάνᾱσις]] Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ: = [[μηχανή]] ([[apparatus]], [[machine]]), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>72</span>, <span class="bibl">Dexipp. 12</span> J.; μ. σιτοποιική <span class="bibl">Plb.1.22.7</span>.
|Definition=Dor. [[μαχάνασις|μᾱχάνᾱσις]] Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ: = [[μηχανή]] ([[apparatus]], [[machine]]), Hp.''Art.''72, Dexipp. 12 J.; μ. σιτοποιική Plb.1.22.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχάνησις''': ἡ, ἡ [[χρῆσις]] μηχανῆς, λατ. machinatio· [[ὡσαύτως]] = [[μηχανή]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. μαχάνασις, Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.
|lstext='''μηχάνησις''': ἡ, ἡ [[χρῆσις]] μηχανῆς, λατ. [[machinatio]]· [[ὡσαύτως]] = [[μηχανή]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. [[μαχάνασις]], Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηχάνησις]] και δωρ. τ. [[μαχάνασις]], ἡ (Α) [[μηχανώμαι]]<br /><b>1.</b> η [[χρήση]] μηχανής<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η [[μηχανή]].
|mltxt=[[μηχάνησις]] και δωρ. τ. [[μαχάνασις]], ἡ (Α) [[μηχανώμαι]]<br /><b>1.</b> η [[χρήση]] μηχανής<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η [[μηχανή]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰ́νησις Medium diacritics: μηχάνησις Low diacritics: μηχάνησις Capitals: ΜΗΧΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: mēchánēsis Transliteration B: mēchanēsis Transliteration C: michanisis Beta Code: mhxa/nhsis

English (LSJ)

Dor. μᾱχάνᾱσις Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ: = μηχανή (apparatus, machine), Hp.Art.72, Dexipp. 12 J.; μ. σιτοποιική Plb.1.22.7.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, das Anwenden einer Maschine, die Maschine selbst, σιτοποιική, Pol. 1, 22, 7.

Russian (Dvoretsky)

μηχάνησις: εως (χᾰ) ἡ устройство, прибор, машина (σιτοποιϊκή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνησις: ἡ, ἡ χρῆσις μηχανῆς, λατ. machinatio· ὡσαύτως = μηχανή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. μαχάνασις, Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

μηχάνησις και δωρ. τ. μαχάνασις, ἡ (Α) μηχανώμαι
1. η χρήση μηχανής
2. η ίδια η μηχανή.