μουσόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mousoliptos | |Transliteration C=mousoliptos | ||
|Beta Code=mouso/lhptos | |Beta Code=mouso/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=μουσόληπτον, [[possessed by the Muses]], [[inspired by the Muses]], [[Muse-inspired]], Phld.''Mus.''p.86 K., Plu.''Marc.''17,2.452b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
μουσόληπτον, possessed by the Muses, inspired by the Muses, Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.
Russian (Dvoretsky)
μουσόληπτος: вдохновленный музами Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεόληπτος, φρενόληπτος].
Greek Monotonic
μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.