μουσοχαρής: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mousocharis | |Transliteration C=mousocharis | ||
|Beta Code=mousoxarh/s | |Beta Code=mousoxarh/s | ||
|Definition= | |Definition=μουσοχαρές, [[delighting in the Muses]] or [[in poetry]], βίοτος ''AP''9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. [[falsa lectio|f.l.]] for -[[χαρής]] in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).214. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
μουσοχαρές, delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.
German (Pape)
[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
μουσοχᾰρής: наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве (βίοτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.
Greek Monolingual
μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεοχαρής].
Greek Monotonic
μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.
Middle Liddell
μουσο-χᾰρής, ές
delighting in the Muses, Anth.