ξυστάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksystarchis
|Transliteration C=ksystarchis
|Beta Code=custa/rxhs
|Beta Code=custa/rxhs
|Definition=ου, ὁ, ([[ξυστός]]) [[xystarch]], [[xystarches]], [[president of an athletic association]], [[officer]] in [[charge]] of a [[xystus]] ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc.; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.
|Definition=ξυστάρχου, ὁ, ([[ξυστός]]) [[xystarch]], [[xystarches]], [[president of an athletic association]], [[officer]] in [[charge]] of a [[xystus]] ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc.; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστάρχης Medium diacritics: ξυστάρχης Low diacritics: ξυστάρχης Capitals: ΞΥΣΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: xystárchēs Transliteration B: xystarchēs Transliteration C: ksystarchis Beta Code: custa/rxhs

English (LSJ)

ξυστάρχου, ὁ, (ξυστός) xystarch, xystarches, president of an athletic association, officer in charge of a xystus ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc.; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.

Greek Monolingual

ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετάρχης].