σύμβωμος: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvomos | |Transliteration C=symvomos | ||
|Beta Code=su/mbwmos | |Beta Code=su/mbwmos | ||
|Definition= | |Definition=σύμβωμον, [[sharing the altar]], [[worshipped on a common altar]], θεοί ''Sammelb.''7470.7 (iii/ii B.C.), ''SIG''1126.5 (Delos, ii/i B.C.), ''CIG'' 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί ''Trag.Adesp.''143, Plu.2.492c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
σύμβωμον, sharing the altar, worshipped on a common altar, θεοί Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.), SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), CIG 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί Trag.Adesp.143, Plu.2.492c.
German (Pape)
[Seite 980] auf einem Altar zugleich verehrt, Plut. frat. am. E. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adoré sur le même autel.
Étymologie: σύν, βωμός.
Russian (Dvoretsky)
σύμβωμος: чтимый пред тем же алтарем, имеющий общий алтарь (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμβωμος: -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. σύνναος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμόβωμος].
Greek Monotonic
σύμβωμος: -ον, αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο, λέγεται για θεούς ή ημιθέους, σε Στράβ.