φλῆνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flinos
|Transliteration C=flinos
|Beta Code=flh=nos
|Beta Code=flh=nos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φλήναφος]], prob. for <b class="b3">φλῆφος</b> in Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> φληνός and φλενός are assumed as etym. of <b class="b3">φλήναφος</b> in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>796.9</span>, <span class="bibl">10</span>.</span>
|Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[φλήναφος]], prob. for [[φλῆφος]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> φληνός and φλενός are assumed as etym. of [[φλήναφος]] in ''EM''796.9, 10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] τό, Geschwätz (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] τό, Geschwätz (?).
}}
{{ls
|lstext='''φλῆνος''': τό, = [[φλήναφος]], ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ [[τύπος]] φληνὸς ὡς [[ῥίζα]] τοῦ φλύναφος.
}}
{{grml
|mltxt=-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α<br />[[φλήναφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί [[διόρθωση]] ενός τ. <i>φλῆφος</i> και [[πρέπει]] να συνδεθεί με τα [[φλήναφος]], <i>φληναφῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῆνος Medium diacritics: φλῆνος Low diacritics: φλήνος Capitals: ΦΛΗΝΟΣ
Transliteration A: phlē̂nos Transliteration B: phlēnos Transliteration C: flinos Beta Code: flh=nos

English (LSJ)

εος, τό,
A = φλήναφος, prob. for φλῆφος in Hsch.
II φληνός and φλενός are assumed as etym. of φλήναφος in EM796.9, 10.

German (Pape)

[Seite 1292] τό, Geschwätz (?).

Greek (Liddell-Scott)

φλῆνος: τό, = φλήναφος, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ τύπος φληνὸς ὡς ῥίζα τοῦ φλύναφος.

Greek Monolingual

-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α
φλήναφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ].