ὑπερβριθής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypervrithis | |Transliteration C=ypervrithis | ||
|Beta Code=u(perbriqh/s | |Beta Code=u(perbriqh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερβριθές, = [[ὑπερβαρής]], [[ἄχθος]] [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''951. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερβριθές, = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.
German (Pape)
[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.
Greek Monolingual
-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπιβριθής].
Greek Monotonic
ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.