ὑμνῳδός: Difference between revisions

From LSJ

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ymnodos
|Transliteration C=ymnodos
|Beta Code=u(mnw&#x007C;do/s
|Beta Code=u(mnw&#x007C;do/s
|Definition=όν, [[singing hymns]], κόραι <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>394</span> (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν <span class="bibl">Diog.Ath.1.5</span>; <b class="b3">ὑμνῳδοί, οἱ,</b> [[choral singers]], Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), <span class="title">BMus.Inscr.</span>481*.296 (Ephesus), <span class="title">CIG</span>3148.39 (Smyrna), etc.
|Definition=ὑμνῳδόν, [[singing hymns]], κόραι Id.''HF''394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; [[ὑμνῳδοί]], οἱ, [[choral singers]], Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), ''BMus.Inscr.''481*.296 (Ephesus), ''CIG''3148.39 (Smyrna), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ὑμνῳδός]], -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α<br />αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, [[υμνογράφος]], [[ψαλμωδός]]·2. [[εγκωμιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑμνῳδοί</i><br />άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑμνῳδῶς</i> Μ<br />με υμνωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]]. [[τραγῳδός]]].
|mltxt=ο, η / [[ὑμνῳδός]], -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α<br />αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, [[υμνογράφος]], [[ψαλμωδός]]·2. [[εγκωμιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑμνῳδοί</i><br />άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑμνῳδῶς</i> Μ<br />με υμνωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]]. [[τραγῳδός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδός Medium diacritics: ὑμνῳδός Low diacritics: υμνωδός Capitals: ΥΜΝΩΔΟΣ
Transliteration A: hymnōidós Transliteration B: hymnōdos Transliteration C: ymnodos Beta Code: u(mnw|do/s

English (LSJ)

ὑμνῳδόν, singing hymns, κόραι Id.HF394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; ὑμνῳδοί, οἱ, choral singers, Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), BMus.Inscr.481*.296 (Ephesus), CIG3148.39 (Smyrna), etc.

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen und Lieder singend, κόραι Eur. Herc. fur. 394.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui chante un hymne ou des hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].

Greek Monotonic

ὑμνῳδός: -όν (ᾠδή), υμνητής, ὑμνῳδοὶ κόραι, κόρες, παρθένες που ψάλλουν ύμνους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδός: поющий гимны (κόραι Eur.).

Middle Liddell

ὑμν-ῳδός, όν [ᾠδή]
singing hymns, ὑμν. κόραι the minstrel maids, Eur.