ὀστοφυής: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostofyis | |Transliteration C=ostofyis | ||
|Beta Code=o)stofuh/s | |Beta Code=o)stofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀστοφυές, [[of a bony nature]] or [[substance]], Batr.296. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀστοφυές, of a bony nature or substance, Batr.296.
German (Pape)
[Seite 400] ές, von knöcherner Natur, Beschaffenheit; Batrach. 298; Schol. Ar. Lys. 963.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de la nature des os, osseux.
Étymologie: ὀστέον, φύω.
Russian (Dvoretsky)
ὀστοφυής: костистый, костлявый (καρκίνοι Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοφυής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν ἢ οὐσίαν ὀστεώδη, Βατραχομυομ. 297.
Greek Monolingual
ὀστοφυής, -ές (Α)
(σχετικά με ζώο) αυτός που έχει οστεώδη φύση ή ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. χονδροφυής].
Greek Monotonic
ὀστοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση ή ουσία οστεώδη, σε Βατραχομ.