ηδύβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]] | |mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος].