ᾠοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
mNo edit summary
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ooeidis
|Transliteration C=ooeidis
|Beta Code=w)|oeidh/s
|Beta Code=w)|oeidh/s
|Definition=ές,<br><span class="bld">A</span> [[egg-shaped]], [[ovoid]], Arist.''HA''539b12, 555b24, ''GA''733a31, Eudox.''Ars''19.14; cf. [[ᾠώδης]].<br><span class="bld">II</span> [[τὸ ᾠοειδές]] = [[τὸ ὑδατοειδές]], the [[aqueous humour]] of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.
|Definition=ᾠοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[egg-shaped]], [[ovoid]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''539b12, 555b24, ''GA''733a31, Eudox.''Ars''19.14; cf. [[ᾠώδης]].<br><span class="bld">II</span> [[τὸ ᾠοειδές]] = [[τὸ ὑδατοειδές]], the [[aqueous humour]] of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοειδής Medium diacritics: ᾠοειδής Low diacritics: ωοειδής Capitals: ΩΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōioeidḗs Transliteration B: ōoeidēs Transliteration C: ooeidis Beta Code: w)|oeidh/s

English (LSJ)

ᾠοειδές,
A egg-shaped, ovoid, Arist.HA539b12, 555b24, GA733a31, Eudox.Ars19.14; cf. ᾠώδης.
II τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, the aqueous humour of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur ou sécrétion humide des yeux.
Étymologie: ᾠόν, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ᾠοειδής: яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; σχῆμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοειδής: -ές, γεν. έος, ὅμοιος ᾠῷ, ἔχων τὸ σχῆμα ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. ᾠώδης. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ αὐτόθι Greenhill.

Greek Monolingual

-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῖς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].