αἰσχυντήρ: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aischyntir | |Transliteration C=aischyntir | ||
|Beta Code=ai)sxunth/r | |Beta Code=ai)sxunth/r | ||
|Definition= | |Definition=αἰσχυντῆρος, ὁ, [[dishonourer]], of [[Aegisthus]], A.''Ch.''998. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί [[ατίμωση]], [[υβριστικός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αἰσχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί [[ατίμωση]], [[υβριστικός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[seducer]]=== | |||
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[κηλητής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰσχυντῆρος, ὁ, dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Schänder, Aesch. Ch. 984.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντήρ: ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.
Greek Monolingual
αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.
Greek Monotonic
αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot