θωρακίτης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thorakitis
|Transliteration C=thorakitis
|Beta Code=qwraki/ths
|Beta Code=qwraki/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[soldier with breast-armour only]], <span class="bibl">Plb.10.29.6</span>, al.:—fem. θωρᾱκ-ῖτις, as adjective, [[ζώνη]] [[cuirass]]-belt, prob. in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.12</span> (iii B.C.).
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[soldier with breast-armour only]], Plb.10.29.6, al.:—fem. [[θωρακῖτις]], as adjective, [[ζώνη]] [[cuirass]]-belt, prob. in ''PPetr.''3p.12 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θωρακίτης]], ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναύτης]] ή [[δίοπος]] της ειδικότητας τών αρμενιστών, [[ειδικός]] στο να χειρίζεται τα [[άρμενα]], ο [[οποίος]] ανέβαινε [[κατά]] τους χειρισμούς στα θωράκια, [[αρμενιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος μόνο με θώρακα, [[θωρακοφόρος]]<br /><b>2.</b> (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)<br /><i>θωρακῑτις</i><br />αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις [[ζώνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]]. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>gabier</i>) και μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγων Ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο (Α [[θωρακίτης]], ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναύτης]] ή [[δίοπος]] της ειδικότητας τών αρμενιστών, [[ειδικός]] στο να χειρίζεται τα [[άρμενα]], ο [[οποίος]] ανέβαινε [[κατά]] τους χειρισμούς στα θωράκια, [[αρμενιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος μόνο με θώρακα, [[θωρακοφόρος]]<br /><b>2.</b> (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)<br /><i>θωρακῖτις</i><br />αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῖτις [[ζώνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]]. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>gabier</i>) και μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγων Ναυτικόν</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θωρᾱκίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[воин в броне]] Polyb.
|elrutext='''θωρᾱκίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[воин в броне]] Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκίτης Medium diacritics: θωρακίτης Low diacritics: θωρακίτης Capitals: ΘΩΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: thōrakítēs Transliteration B: thōrakitēs Transliteration C: thorakitis Beta Code: qwraki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, soldier with breast-armour only, Plb.10.29.6, al.:—fem. θωρακῖτις, as adjective, ζώνη cuirass-belt, prob. in PPetr.3p.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ, der Gepanzerte, Pol. 10, 29, 6 u. öfter.

Greek Monolingual

ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
ναύτης ή δίοπος της ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής
αρχ.
1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα, θωρακοφόρος
2. (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)
θωρακῖτις
αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῖτις ζώνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. gabier) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγων Ναυτικόν].

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκίτης: ου (ῑ) ὁ воин в броне Polyb.