ἀλυκρός: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(b) |
(3) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] = [[θαλυκρός]], lau, Nic. Al. 385. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] = [[θαλυκρός]], lau, Nic. Al. 385. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλῠκρός''': -ά, -όν, = [[θαλυκρός]], [[θερμός]], [[χλιαρός]], Νικ. Ἀλεξιφ. 386. | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[tibio]] Call.<i>Fr</i>.270, Nic.<i>Al</i>.386, cf. ἄλυκρον· εὐδινόν Hsch. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[χλιαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. <i>ἁλέα</i> (Ι), και πλάστηκε [[κατά]] τον τ. <i>θαλυκρὸς</i> ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε <i>θ</i>’ [[ἁλυκρός]]. Οπωσδήποτε η [[άποψη]] αυτή [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] προϋποθέτει αρχική [[δασύτητα]] της λ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 110] = θαλυκρός, lau, Nic. Al. 385.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῠκρός: -ά, -όν, = θαλυκρός, θερμός, χλιαρός, Νικ. Ἀλεξιφ. 386.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
tibio Call.Fr.270, Nic.Al.386, cf. ἄλυκρον· εὐδινόν Hsch.
Greek Monolingual
ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)
θερμός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε θ’ ἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει αρχική δασύτητα της λ.].