συμβουλευτικός: Difference between revisions

m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvouleftikos
|Transliteration C=symvouleftikos
|Beta Code=sumbouleutiko/s
|Beta Code=sumbouleutiko/s
|Definition=συμβουλευτική, συμβουλευτικόν, of or for [[advising]], [[hortatory]], opp. [[βιαστικός]], Pl.''Lg.''921e; of oratory, [[deliberative]], opp. [[δικανικός]] and [[ἐπιδεικτικός]], Arist.''Rh.''1358b7; ἡ [[συμβουλευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) S.E.''M.''2.90; so τὸ [[συμβουλευτικόν]] and <b class="b3">τὰ συμβουλευτικά</b>, Arist.''Rh.''1391b21, Plu.2.744e, Philostr.''Her.''19.3; τὸ σ. μέρος Phld.''Rh.''2.214 S., cf. ''Stoic.''2.96. Adv. [[συμβουλευτικῶς]] Hermog.''Stat.'' 1, Poll.4.26.
|Definition=συμβουλευτική, συμβουλευτικόν, of or for [[advising]], [[hortatory]], opp. [[βιαστικός]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''921e; of oratory, [[deliberative]], opp. [[δικανικός]] and [[ἐπιδεικτικός]], Arist.''Rh.''1358b7; ἡ [[συμβουλευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) S.E.''M.''2.90; so τὸ [[συμβουλευτικόν]] and <b class="b3">τὰ συμβουλευτικά</b>, Arist.''Rh.''1391b21, Plu.2.744e, Philostr.''Her.''19.3; τὸ σ. μέρος Phld.''Rh.''2.214 S., cf. ''Stoic.''2.96. Adv. [[συμβουλευτικῶς]] Hermog.''Stat.'' 1, Poll.4.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ή, όν, zum Rathen od. Berathschlagen gehörig, geschickt, Plat. Legg. XI, 921 a; τὸ συμβουλευτικόν, genus dicendi deliberativum, Plut. Symp. 9, 14, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ή, όν, zum Raten od. Berathschlagen gehörig, geschickt, Plat. Legg. XI, 921 a; τὸ συμβουλευτικόν, genus dicendi deliberativum, Plut. Symp. 9, 14, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 15:16, 16 April 2024

English (LSJ)

συμβουλευτική, συμβουλευτικόν, of or for advising, hortatory, opp. βιαστικός, Pl.Lg.921e; of oratory, deliberative, opp. δικανικός and ἐπιδεικτικός, Arist.Rh.1358b7; ἡ συμβουλευτική (sc. τέχνη) S.E.M.2.90; so τὸ συμβουλευτικόν and τὰ συμβουλευτικά, Arist.Rh.1391b21, Plu.2.744e, Philostr.Her.19.3; τὸ σ. μέρος Phld.Rh.2.214 S., cf. Stoic.2.96. Adv. συμβουλευτικῶς Hermog.Stat. 1, Poll.4.26.

German (Pape)

[Seite 980] ή, όν, zum Raten od. Berathschlagen gehörig, geschickt, Plat. Legg. XI, 921 a; τὸ συμβουλευτικόν, genus dicendi deliberativum, Plut. Symp. 9, 14, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de rhét. qui concerne la délibération, propre à la délibération, délibératif ; τὸ συμβουλευτικόν le genre délibératif.
Étymologie: συμβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλευτικός -ή -όν [συμβουλεύω] raadgevend, adviserend; spec. ret. van politieke redevoeringen, een van de drie retorische genres, naast die van juridische en showredevoeringen; adviserende retoriek betreffend.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλευτικός: убеждающий, увещевающий, советующий (νόμος Plat.; γένος τῶν λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συμβουλεύειν, παραινετικός, ἀντίθ. τῷ βιαστικός, Πλάτ. Νόμ. 921F· ― ἐπὶ ῥητορ. λόγου, ἐπὶ προτροπῆς ἢ ἀποτροπῆς, ἀντίθ. τῷ δικανικὸς καὶ ἐπιδεικτικός, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3· ― ἡ συμβουλευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 90· οὕτω καὶ τὸ συμβουλευτικὸν καὶ τὰ συμβουλευτικά, Ἀριστ. Ρητ. 2. 18. 1, Πλούτ. 2. 744D, Φιλόστρ. 731. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβουλευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβουλεύω
1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.)
2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο προτρέπεται ή αποτρέπεται το ακροατήριο να λάβει ορισμένη απόφαση, σε αντιδιαστολή προς τον επιδεικτικό και τον δικανικό λόγο
νεοελλ.
φρ. α) «συμβουλευτική θέση» — αξίωμα που δεν παρέχει δικαιοδοσία αποφάσεων αλλά μόνο υποδείξεων λόγω ειδικών γνώσεων ή εμπειρίας
β) «συμβουλευτική ψήφος» — ψήφος που δίνεται από κάποιον ο οποίος μετέχει σε συνεδρίαση ενός σώματος για να εκφράσει γνώμη, αλλά δεν συνυπολογίζεται κατά τη λήψη αποφάσεων
αρχ.
(το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ συμβουλευτική, τὰ συμβουλευτικά
η ικανότητα να δίνει κανείς συμβουλές.
επίρρ...
συμβουλευτικά / συμβουλευτικῶς ΝΜΑ
με συμβουλές, παραινετικά.

Greek Monotonic

συμβουλευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παροχή συμβουλών, παραινετικός, λέγεται για ρήτορες, σε Αριστ.

Middle Liddell

συμβουλευτικός, ή, όν
of or for advising, deliberative, of orators, Arist. [from συμβουλεύω