ἐπιχειρητέον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχειρητέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[ἐπιχειρέω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με [[επίθεση]], <i>τινί</i>, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπιχειρητέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[ἐπιχειρέω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με [[επίθεση]], <i>τινί</i>, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[aggrediendum]]'', [[must attack]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.118.2/ 1.118.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.3.3/ 2.3.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:34, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρητέον Medium diacritics: ἐπιχειρητέον Low diacritics: επιχειρητέον Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epicheirētéon Transliteration B: epicheirēteon Transliteration C: epicheiriteon Beta Code: e)pixeirhte/on

English (LSJ)

or ἐπιχειρητέα,
A one must attempt, Pl.Ap.19a; μείζοσι Isoc.Ep.9.18.
2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3.
3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8.
II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.

Greek Monotonic

ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.

Lexicon Thucydideum

aggrediendum, must attack, 1.118.2, 2.3.3.