γύμνασμα: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] τό, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] τό, Übung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 05:40, 26 September 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A an exercise, γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, cf. J.Ap.1.10, Plu.2.1119d; γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590: in plural, rhetorical text-books, Theo Prog. 1.
2 physical exercises, Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.Anach.8,Ath. 10.413c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ejercicio físico πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις Ruf. en Orib.Inc.18.15, τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται Luc.Anach.8, θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα X.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1, γ. καὶ μελέτη Plu.2.979a, cf. Ath.413c
•como preparación ascética γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶν Clem.Al.Paed.3.8.41, γυμνάσματα τῶν πολεμικῶν entrenamientos para la guerra Plu.2.639e
•fig. peyor. ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτων por los muchos ejercicios físicos recibidos ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.
2 sg. y plu. ejercicio intelectual γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, ἐν σχολῇ μειρακίων γ. ejercicio de jóvenes en la escuela ref. a la historia que escribe Josefo, I.Ap.1.53, γ. ... διαλεκτικόν Plu.2.1119d, γυμνάσματα λόγου M.Ant.10.31, τὰ παραδεδομένα γυμνάσματα los manuales de retórica tradicionales Theo Prog.59.18.
German (Pape)
[Seite 509] τό, Übung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 exercice gymnique;
2 exercice de rhétorique.
Étymologie: γυμνάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύμνασμα -ατος, τό [γυμνάζω] gymnastiekoefening.
Russian (Dvoretsky)
γύμνασμα: ατος τό упражнение, состязание (Luc.; перен. γ. διαλεκτικόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γύμνασμα: τό, ἄσκησις, γύμνασις, ἐφαρμογή, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.