Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyodis
|Transliteration C=pyodis
|Beta Code=puw/dhs
|Beta Code=puw/dhs
|Definition=πυώδες, ([[πύον]]) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], Hp.''Prog.''18,19; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in ''Prorrh.''1.113; θρόμβοι Aret. ''SD''2.3, cf. ''Hippiatr.''6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
|Definition=πυῶδες, ([[πύον]]) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], Hp.''Prog.''18,19; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in ''Prorrh.''1.113; θρόμβοι Aret. ''SD''2.3, cf. ''Hippiatr.''6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠώδης Medium diacritics: πυώδης Low diacritics: πυώδης Capitals: ΠΥΩΔΗΣ
Transliteration A: pyṓdēs Transliteration B: pyōdēs Transliteration C: pyodis Beta Code: puw/dhs

English (LSJ)

πυῶδες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.

German (Pape)

[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυώδης -ες [πύον] pusachtig.