ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdorieyomai | |Transliteration C=ekdorieyomai | ||
|Beta Code=e)kdwrieu/omai | |Beta Code=e)kdwrieu/omai | ||
|Definition=Pass., [[become a thorough Dorian]], Hdt.8.73 (pf. [[ἐκδεδωρίευνται]]: [[ἐκδεδωρίωνται]] Valck., [[ἐκδεδωρίδαται]] Dind.). | |Definition=Pass., [[become a thorough Dorian]], [[Herodotus|Hdt.]]8.73 (pf. [[ἐκδεδωρίευνται]]: [[ἐκδεδωρίωνται]] Valck., [[ἐκδεδωρίδαται]] Dind.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Pass., become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).
Spanish (DGE)
dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).
Greek Monolingual
ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.
Greek Monotonic
ἐκδωριεύομαι: (Δώριος), Παθ., γίνομαι εξολοκλήρου δωρικός, σε Ηρόδ.