κλονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(a)
 
(20)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] = [[κλονέω]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] = [[κλονέω]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κλονίζω''': [[κλονέω]], ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κλονίζω]]) [[σείω]], [[τραντάζω]], [[προκαλώ]], [[απώλεια]] σταθερότητας («[[ολόκληρο]] το [[σπίτι]] κλονίστηκε από τον σεισμό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του [[αποτυχία]] του κλόνισε την [[αυτοπεποίθηση]]» β. «η [[πίστη]] τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλονίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[ισορροπία]] μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το [[δολάριο]] [[τώρα]] τελευταία κλονίζεται [[σοβαρά]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[υποσκάπτω]] («η [[υπερκόπωση]] κλόνισε [[σοβαρά]] την [[υγεία]] της»)<br /><b>2.</b> [[σαλεύω]], κουνιέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. <i>ἐκλόνησα</i> του <i>κλονῶ</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1456] = κλονέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλονίζω: κλονέω, ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.

Greek Monolingual

(AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό»)
νεοελλ.
μτφ.
1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία του κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η πίστη τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)
2. μέσ. κλονίζομαι
χάνω την ισορροπία μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το δολάριο τώρα τελευταία κλονίζεται σοβαρά»)
νεοελλ.-μσν.
1. βλάπτω, υποσκάπτω («η υπερκόπωση κλόνισε σοβαρά την υγεία της»)
2. σαλεύω, κουνιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκλόνησα του κλονῶ, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω.