ὑπεξερύω: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypekseryo | |Transliteration C=ypekseryo | ||
|Beta Code=u(peceru/w | |Beta Code=u(peceru/w | ||
|Definition=[[dragout and away]], [τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225:—Med., πατέρα.. ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181. | |Definition=[[dragout and away]], [τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν [[Herodotus|Hdt.]]7.225:—Med., πατέρα.. ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
dragout and away, [τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225:—Med., πατέρα.. ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181.
German (Pape)
[Seite 1188] ion. ὑπεξειρύω, darunter herausziehen, heimlich entreißen, Her. 7, 225; – med., Ap. Rh. 2, 1181.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξερύω: ион. ὑπεξειρύω утаскивать, вырывать (sc. τὸν νεκρὸν τοῦ Λεωνίδεω Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξερύω: Ἰων. -ειρύω, ἐξέλκω, ἀποσύρω κάτωθέν τινος, ἀποσύρω κρυφίως, Ἡρόδ. 7. 225. - Μέσ., ὡς μὲν γὰρ πατέρ’ ὑμὸν ὑπεξείρῡτο φόνοιο μητρυιῆς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1184.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α
ὑπεξέλκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»].
Greek Monotonic
ὑπεξερύω: Ιων. -ειρύω, μέλ. -σω, τραβώ, σύρω από κάτω, απομακρύνω κρυφά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -ειρύω fut. σω
to draw out from under, draw away underhand, Hdt.