πρόσπλατος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosplatos | |Transliteration C=prosplatos | ||
|Beta Code=pro/splatos | |Beta Code=pro/splatos | ||
|Definition=πρόσπλατον, ([[προσπίλναμαι]]) [[approachable]], ξένοις A.''Pr.''716 (Elmsl. for [[πρόσπλαστοι]]). | |Definition=πρόσπλατον, ([[προσπίλναμαι]]) [[approachable]], ξένοις [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''716 (Elmsl. for [[πρόσπλαστοι]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:15, 7 February 2024
English (LSJ)
πρόσπλατον, (προσπίλναμαι) approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).
French (Bailly abrégé)
c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.
Greek Monolingual
-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.
Greek Monotonic
πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
Middle Liddell
πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω
approachable, Aesch.