ῥύψις: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[ῥύπτω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ρύπτω]], το [[πλύσιμο]], ο [[καθαρισμός]]. | |mltxt=-εως, ἡ, Α [[ῥύπτω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ρύπτω]], το [[πλύσιμο]], ο [[καθαρισμός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[purification]]=== | |||
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: [[使純淨]], [[使纯净]], [[使潔淨]], [[使洁净]], [[純化]], [[纯化]]; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: [[purification]]; Galician: purificación; German: [[Reinigung]]; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]], [[καθαρμός]]; Ancient Greek: [[ἁγισμός]], [[ἁγιστία]], [[ἁγνεία]], [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἀνακάθαρσις]], [[ἀποδιϋλισμός]], [[ἀποκάθαρσις]], [[ἀπόπλυνσις]], [[ἀπόρρυψις]], [[ἀφαγνισμός]], [[ἀφοσίωμα]], [[ἀφοσίωσις]], [[διύλισις]], [[διυλισμός]], [[ἐκκάθαρσις]], [[ἔκνιψις]], [[ἐξάγισις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἐπικάθαρσις]], [[καθαρισμός]], [[κάθαρμα]], [[καθαρμός]], [[κάθαρσις]], [[κόθαρσις]], [[ὁσίωσις]], [[περικάθαρμα]], [[περικαθαρμός]], [[περικάθαρσις]], [[ῥύψις]]; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: [[purificazione]]; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purificação]]; Romanian: purificare, curățire; Russian: [[очистка]], [[очищение]], [[пурификация]]; Spanish: [[fundición]], [[purificación]], [[limpia]]; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 23 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ῥύπτω) cleansing, purifying, Pl.Ti.65e, Ti.Locr.100e.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, die Reinigung, Plat. Tim. 65 a.
Russian (Dvoretsky)
ῥύψις: εως ἡ очистка, очистительное действие Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύψις: ἡ, (ῥύπτω) «κάθαρσις, καθαρισμὸς» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Τίμ. 65Ε, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α ῥύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρύπτω, το πλύσιμο, ο καθαρισμός.
Translations
purification
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas