ἰκτερώδης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikterodis
|Transliteration C=ikterodis
|Beta Code=i)kterw/dhs
|Beta Code=i)kterw/dhs
|Definition=ἰκτερώδες, = [[ἰκτερικός]], Hp.''Epid.''3.17.ιγ.
|Definition=ἰκτερῶδες, = [[ἰκτερικός]], Hp.''Epid.''3.17.ιγ.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτερώδης Medium diacritics: ἰκτερώδης Low diacritics: ικτερώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΩΔΗΣ
Transliteration A: ikterṓdēs Transliteration B: ikterōdēs Transliteration C: ikterodis Beta Code: i)kterw/dhs

English (LSJ)

ἰκτερῶδες, = ἰκτερικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.

German (Pape)

[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.

Greek Monolingual

ἰκτερώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. δασώδης, ελώδης)].