προπηλακισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propilakismos
|Transliteration C=propilakismos
|Beta Code=prophlakismo/s
|Beta Code=prophlakismo/s
|Definition=ὁ, = [[προπηλάκισις]] ([[contumelious]] [[treatment]]), [[Herodotus|Hdt.]]6.73; ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.''Lg.''855b, etc.
|Definition=ὁ, = [[προπηλάκισις]] ([[contumelious]] [[treatment]]), [[Herodotus|Hdt.]]6.73; ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''855b, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκισμός Medium diacritics: προπηλακισμός Low diacritics: προπηλακισμός Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: propēlakismós Transliteration B: propēlakismos Transliteration C: propilakismos Beta Code: prophlakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = προπηλάκισις (contumelious treatment), Hdt.6.73; ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b, etc.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Bewerfen mit Koth, od. das in den Koth treten, schimpfliche Behandlung, Beschimpfung; Her. 6, 73; Plat. Legg. IX, 855 b; Dem. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλακισμός -οῦ, ὁ [προπηλακίζω] belediging.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκισμός: ὁ Her., Aesch., Plat., Dem. = προπηλάκισις.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλᾰκισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 6. 73· ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ πρ. Δημ. 229. 9· ὁ τῆς δικαιοσύνης πρ. Αἰσχίν. 90. 22· ἐν τῷ πληθ., προπηλακισμοῖς κολάζειν Πλάτ. Νόμ. 855Β, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προπηλακίζω
η προπηλάκισηὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προπηλᾰκισμός: ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.