μελάνωμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(b) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελάνωμα''': τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melanoma</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:10, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 120] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνωμα: τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13.
Greek Monolingual
το (Μ μελάνωμα) η βαφή με μαύρο χρώμα, το μαύρισμα
νεοελλ.
1. ρύπανση, λέρωμα με μελάνη
2. στον πληθ. μελανώματα
ιατρ. γενική ονομασία που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanoma)].