παρασκευαστής: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraskevastis | |Transliteration C=paraskevastis | ||
|Beta Code=paraskeuasth/s | |Beta Code=paraskeuasth/s | ||
|Definition= | |Definition=παρασκευαστοῦ, ὁ, [[provider]], [[ἐπιθυμιῶν]] ib.518c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui prépare : ministre, serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] [[leverancier]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασκευαστής:''' οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />θηλ. -στρια, Ν [[παρασκευάζω]]<br />αυτός που παρασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, [[βοηθός]] καθηγητή ο [[οποίος]] ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρασκευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[τροφοδότης]], [[προμηθευτής]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρασκευαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρασκευαστής]], οῦ, ὁ, [from [[παρασκευάζω]]<br />a [[provider]], τινος Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
παρασκευαστοῦ, ὁ, provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.
German (Pape)
[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] leverancier.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστής: οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
Greek Monotonic
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.
Middle Liddell
παρασκευαστής, οῦ, ὁ, [from παρασκευάζω
a provider, τινος Plat.