escultura: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἄγαλμα]], [[ἀγαλματοποιητική]], [[ἀγαλματοποιία]], [[ἀγαλματοποιΐα]], [[ἀγαλματοποιική]], [[ἀγαλματοποιϊκή]], [[ἀγαλματουργία]], [[ἀγαλματουργική]], [[ἀνδριαντοποιητική]], [[ἀνδριαντοποιία]], [[ἀνδριαντοποιΐα]], [[ἀνδριαντοποιική]], [[ἀνδριαντοποιϊκή]], [[ἀνδριαντουργία]], [[γλυπτική]], [[γλυπτικὴ τέχνη]], [[γλυφή]], [[δαιδαλούργημα]], [[ἑρμογλυφία]], [[ἑρμογλυφική]], [[λαξεία]], [[τορευτική]]
|sltx=# arte: [[ἀγαλματοποιητική]], [[ἀγαλματοποιία]], [[ἀγαλματοποιΐα]], [[ἀγαλματοποιική]], [[ἀγαλματοποιϊκή]], [[ἀγαλματουργία]], [[ἀγαλματουργική]], [[ἀνδριαντοποιητική]], [[ἀνδριαντοποιία]], [[ἀνδριαντοποιΐα]], [[ἀνδριαντοποιική]], [[ἀνδριαντοποιϊκή]], [[ἀνδριαντουργία]], [[γλυπτική]], [[γλυπτικὴ τέχνη]], [[γλυφή]], [[ἑρμογλυφία]], [[ἑρμογλυφική]], [[λαξεία]], [[τορευτική]]
# obra: [[ἄγαλμα]], [[ἄζαλμα]], [[ἀνδρείκελον]], [[ἀνδριάς]], [[ἀπεικόνισμα]], [[ἀπεικονισμός]], [[ἀφίδρυμα]], [[βρέτας]], [[δαιδαλούργημα]], [[δείκελον]], [[δείκηλον]], [[εἶδος]], [[εἴδωλον]], [[εἰκόνη]], [[εἰκόνιον]], [[εἰκόνισμα]], [[εἰκονογραφία]], [[εἰκών]], [[ἐκτύπωμα]], [[ἵδρυμα]], [[κολοσσός]], [[κολοττός]], [[ξόανον]], [[σίγνον]], [[τύπος]]
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 14 February 2024