βατραχίς: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βατραχίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> γυναικείο [[φόρεμα]] με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] βατράχιο.
|mltxt=[[βατραχίς]] (-ίδος), η (Α)<br /><b>1.</b> γυναικείο [[φόρεμα]] με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] βατράχιο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτραχίς:''' -[[ίδος]], ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βᾰτραχίς:''' -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[frog]]-[[green]] [[coat]], Ar.
|mdlsjtxt=a [[frog]]-[[green]] [[coat]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:09, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτραχίς Medium diacritics: βατραχίς Low diacritics: βατραχίς Capitals: ΒΑΤΡΑΧΙΣ
Transliteration A: batrachís Transliteration B: batrachis Transliteration C: vatrachis Beta Code: batraxi/s

English (LSJ)

βατραχίδος, ἡ,
A frog-green garment, Ar.Eq.1406, IG2.754.16, D.C.59.14.
2 = βατράχιον I, Alex.Trall.3.6: but,
II βᾰτρᾰχίς, βατραχῖδος, Dim. of βάτραχος, Nic.Th.416.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 dim. ranita ἀγρώσσων ... μολουρίδας ἢ βατραχῖδας Nic.Th.416, Hsch.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. βατραχίς βοτάνη Alex.Trall.2.103.3.
3 vestido de hombre de color verde Ar.Eq.1406, IG 22.1514.16 (IV a.C.), Poll.7.55, D.C.59.14.6, Hsch., Phot.β 98.

German (Pape)

[Seite 439] βατραχίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.

French (Bailly abrégé)

1βατραχῖδος (ἡ) :
petite grenouille, rainette, animal.
Étymologie: βάτραχος.
2βατραχίδος
adj. f.
de grenouille ; d'où subst.
1 habit vert clair;
2 renoncule, plante.
Étymologie: βάτραχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατραχίς -ῖδος, ἡ kikkergroene mantel.

Russian (Dvoretsky)

βατρᾰχίς: ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βατραχίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἐσθῆτος ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1406, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 19. 50. 2) βατράχιον 1, Ἀλέξ. Τραλλ.· ἀλλά, ΙΙ. βατραχίς, ῖδος, ὑποκορ. τοῦ βάτραχος, Νικ. Θ. 416.

Greek Monolingual

βατραχίς (-ίδος), η (Α)
1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα
2. το φυτό βατράχιο.

Greek Monotonic

βᾰτραχίς: -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a frog-green coat, Ar.