ἐπιβλητικός: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivlitikos | |Transliteration C=epivlitikos | ||
|Beta Code=e)piblhtiko/s | |Beta Code=e)piblhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιβλητική, ἐπιβλητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[apprehending directly]] (v. [[ἐπιβολή]] 1.2b), τρόπος Epicur.''Nat.''28.6; νοήσεις Iamb.''Protr.''4; [[quick to apprehend]], τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. ''in Top.''584.13, cf. Herm. ''in Phdr.''p.113A. Adv. [[ἐπιβλητικῶς]] = [[by direct apprehension]], Epicur.''Ep.''1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id.''in AP''0.332.14.<br><span class="bld">II</span>. Adv. [[ἐπιβλητικῶς]], ''Glossaria'' on [[ἐπιβλήδην]], Sch. A.R.2.80. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit [[ἐπιβλήδην]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit [[ἐπιβλήδην]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιβλητικός''': -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. [[προσεκτικός]], Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβλητικός]], -ή, -όν) [[επιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, [[υπακοή]], [[αναγνώριση]] κ.λπ. («[[επιβλητικός]] [[αξιωματικός]]», «επιβλητική [[εμφάνιση]]», «επιβλητικό [[θέαμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβλητικό</i><br />η [[επιβλητικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται [[αμέσως]], ο [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιβλητική, ἐπιβλητικόν,
A apprehending directly (v. ἐπιβολή 1.2b), τρόπος Epicur.Nat.28.6; νοήσεις Iamb.Protr.4; quick to apprehend, τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. ἐπιβλητικῶς = by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id.in AP0.332.14.
II. Adv. ἐπιβλητικῶς, Glossaria on ἐπιβλήδην, Sch. A.R.2.80.
German (Pape)
[Seite 929] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit ἐπιβλήδην.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλητικός: -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. προσεκτικός, Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιβλητικός, -ή, -όν) επιβάλλω
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικό
η επιβλητικότητα
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ο εύστροφος
2. προσεκτικός.