matador: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Created page with "{{esel |sltx=αἱματηρός, αἱματουργός, ἀκρόχειρ, ἀνδρόβαλος, ἀνδροκόνος, ἀνδροκτόνος, ...") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[αἱματηρός]], [[αἱματουργός]], [[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδρόβαλος]], [[ἀνδροκόνος]], [[ἀνδροκτόνος]], [[ | |sltx=[[αὐτόχειρ]], [[αὐθέντης]], [[ἀνδροφόνος]], [[αὐτοέντης]], [[αὐτοφόντης]], [[ἀνδροφόντης]], [[σφαγεύς]], [[παλαμναῖος]], [[ἀνθρωποκτόνος]], [[μιαιφόνος]], [[αἱματηρός]], [[αἱματουργός]], [[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδρόβαλος]], [[ἀνδροκόνος]], [[ἀνδροκτόνος]], [[ἀνθρωπόλεθρος]], [[ἄρταμος]], [[αὐτοφονευτής]], [[βροτοφόντης]], [[δαΐκτωρ]], [[δαΐξανδρος]], [[δαμασήνωρ]], [[ἀνδρολέτης]], [[ἀνδροφονεύς]], [[ἐναρίμβροτος]], [[ἀνδρειφόντης]], [[δαμασίφως]], [[φονεύς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:03, 2 April 2024
Spanish > Greek
αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροφόνος, αὐτοέντης, αὐτοφόντης, ἀνδροφόντης, σφαγεύς, παλαμναῖος, ἀνθρωποκτόνος, μιαιφόνος, αἱματηρός, αἱματουργός, ἀκρόχειρ, ἀνδρόβαλος, ἀνδροκόνος, ἀνδροκτόνος, ἀνθρωπόλεθρος, ἄρταμος, αὐτοφονευτής, βροτοφόντης, δαΐκτωρ, δαΐξανδρος, δαμασήνωρ, ἀνδρολέτης, ἀνδροφονεύς, ἐναρίμβροτος, ἀνδρειφόντης, δαμασίφως, φονεύς